καλαντάρι
Смотреть что такое "καλαντάρι" в других словарях:
καλαντάρι — καλαντάρι, το και καλεντάρι, το (λ. λατ.), ημερολόγιο: Κοίταξε στο καλαντάρι πότε πέφτει το Πάσχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλαντάρι — και καλενδάρι, τὸ (Α καλενδάριον και καλανδάρι και καλενδάριον και καλανδολόγιον) νεοελλ. ημερολόγιο, ημεροδείκτης τού τοίχου ή επιτραπέζιος αρχ. (στους Ρωμαίους) πιστωτικό βιβλίο στο οποίο οι ιδιώτες έγραφαν την κίνηση τών έντοκων κεφαλαίων τους … Dictionary of Greek
αλμανάκι — το [αλμανάκ] ημερολόγιο, καλαντάρι … Dictionary of Greek
καζαμίας — Τύπος λαϊκού ημερολογίου, είδος αλμανάκ. Βλ. λ. αλμανάκ. * * * ο τίτλος μικρού λαϊκού ημερολογίου που περιέχει προφητείες, ανέκδοτα κ.λπ., ημερολόγιο, καλαντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Casamia, όν. ανύπαρκτου αστρολόγου, το οποίο έμπαινε ως τίτλος… … Dictionary of Greek
καλανδάρι — το βλ. καλαντάρι … Dictionary of Greek
καλανδολόγιον — καλανδολόγιον, τὸ (Μ [κάλανδα] το ημερολόγιο που καταρτιζόταν από τους αστρολόγους, το καλαντάρι, όπως ο σημερινός καζαμίας … Dictionary of Greek
καλενδάρι(ον) — το (Α καλενδάριον) βλ. καλαντάρι … Dictionary of Greek
πρωτομαρτιά — η, Ν 1. η πρώτη μέρα τού Μαρτίου 2. (λαογρ.) (στο λαϊκό καλαντάρι) μέρα που έχει τη σημασία πρωτοχρονιάς, καθώς ο Μάρτιος είναι ο πρώτος ανοιξιάτικος μήνας, ενώ παλαιότερα θεωρούνταν και ως ο πρώτος μήνας τού χρόνου, γεγονός που συνετέλεσε στη… … Dictionary of Greek